Δενδρολίβανο (Rosmatinus officinalis)
Είδος κοινό της ελληνικής χλωρίδας. Απαντάται σε πετρώδεις περιοχές της Ηπείρου, της Πελοποννήσου και των νησιών. Είναι επίσης γνωστό σαν λασμαρί, αρισμαρές, δυοσμαρίνι, λιβανόδενρο. Η λατινική ονομασία R προέρχεται από την ιδιότητα του φυτού να ζει κοντά στη θάλασσα. Συναντάται συχνά στην αρχαία ιατρική, ο δε Διοσκουρίδης το αναφέρει με το όνομα Λιβανωτίς. Οι Ρωμαίοι το ανέφεραν ως Rosmarinum. Επίσης ήταν γνωστό και στους ΄Άραβες. Ο Αρχιγένης ( 100 μ.χ.) χρησιμοποιεί το φυτό υπό μορφή παρασκευάσματος (oleum Coctum) εναντίον του τετάνου, τους δε σπόρους του για την παράλυση. Επίσης κατά το Μεσαίωνα εγίνετο ευρεία χρήση του φυτού.
Φυτό αειθαλές, αρωματικό, ύψους 0,50- 1 μ. Πολύκλαδο και πυκνόφυλλο. Τα φύλλα του είναι δερματώδη, γραμμοειδή, γκριζοπράσινα στην επάνω επιφάνεια, λευκα και χνουδωτά στην κάτω. Τα άνθη είναι λευκά ή κυανόλευκα και φύονται στις μασχάλες των φύλλων. Ανθίζει από τα μέσα της ανοίξεως μέχρι το φθινόπωρο.
Καλλιεργείται είτε σε λαχανόκηπους, για να χρησιμοποιηθεί σαν άρτυμα στην μαγειρική, είτε σε ανθόκηπους για διακόσμηση.
Σαν φαρμακευτικό φυτό έχει ιδιότητες στομαχικές, τονωτικές, εμμηναγωγούς, χοληναγωγούς, αντισηπτικές κ.λ.π. Χρησιμοποιούνται τα φύλλα (συλλέγονται το τέλος της Άνοιξης), οι σπόροι και οι ανθισμένες ή μη κορυφές (συλλέγονται την άνοιξη).
Χρησιμότης:
Αιμορροΐδες, Αναιμία. Άσθμα, Αϋπνία, Γρίπη, Δυσεντερία, Δυσπεψία, Ζαλάδες, Κοκκύτης, Λιποθυμία, Παράλυση, Πρηξίματα, Τριχόπτωση, Υστερία, Χλώρωση, Χοιράδωση, Χολοκυστίτις, Ωτίτις.